-
1 возврат
1. (в исходное положение) η επιστροφή, η επαναφορά 2. (продукта, агента и т.п. в технологическом процессе) η επιστροφή, η ανάκτηση 3. (в атмосферу) η επάνοδος (στην ατμόσφαιρα) 4. (о деньгах, грузе и т.п.) η επιστροφ/ήсрок - а денег προθεσμία/διορία - ής των χρημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возврат
-
2 отметка
1. (метка, знак) το σήμα, το σημείο, το σημάδι, (рлк) το στίγμαреперная - το σημείο χωροστάθμισης, το ορόσημο2. (оценка) о βαθμός 3. (действие, оговорка запись) το (υπο)σημείωμα, ο όροςτο άρθροконосамент с - ой «фрахт подлежит уплате грузополучателем» φορτωτική με - «ναύλος πληρωτέος εις τον προορισμόν υπό του παραλήπτου»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отметка
-
3 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
4 двойка
-
5 κάτω
1. επίρρ.1) внизу; вниз; снизу; под;κατεβαίνω κάτω — спускаться вниз;
κάτω από — под;
κάτω απ' το τραπέζι — под столом;
κάτω απ' την πίεση — под давлением;
από κάτω — снизу;
από κάτω προς τα πάνω — снизу вверх;
κριτική από τα κάτω — критика снизу;
2) ниже, меньше;όχι κάτω από δέκα — не ниже десяти;
κάτω απ' το μηδέν — или κάτω του μηδενός — ниже ноля (о температуре);
3) долой!;κάτω η μοναρχία! — долой монархию!;
§ κάτω κάτω в самом низу;
στο κάτω κάτω — или στο κάτω της γραφής — в конце концов; — в конечном счёте;
πάρα κάτω — ниже, меньше;
από πάνω ως κάτω — сверху донизу;
από κάτω ως πάνω — снизу доверху;
τό ( — или ο, η) πάρα κάτω — нижеследующее (нижеследующий, нижеследующая);
κάτω κόσμος — ад, преисподняя;
πάνω κάτω — около, приблизительно;
άνω κάτω — вверх дном, вверх ногами; — беспорядочно;
βάζω κάποιον κάτω — побеждать кого-л.; — брать верх над кем-л.; — превосходить кого-л. δεν τα ρίχνω — или δεν τα βάζω κάτω — не уступать; — не сдаваться;
παίρνω την κάτω βόλτα — моё положение ухудшается;
πέφτω κάτω — заболеть, слечь в постель;
κάτω τα χέρια ( — или τάς χείρας)! — руки прочь!;
2. επίθ. άκλ. нижний;τό κάτω μέρος — нижняя часть;
τα κάτω — икра нижние конечности;
ο κάτω Βόλγας — нижнее течение Волги, низовье Волги, Нижняя Волга
-
6 нуль
το μηδέντο μηδενικόабсолютный - απόλυτο - (-273°С)- глубин (геод.карт.) - του βάθους/βυθούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль
-
7 нуль-пункт
(геод.) το σημείο μηδέν, το σημείο του μηδενόςустанавливать уровень (нивелира) в - ρυθμίζω τη στάθμη (χωροβάτη) στο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нуль-пункт
-
8 выше
выше1. (сравнит, ст. от высокий и высоко) (ὐ)ψηλότερα, πιό ψηλά, πάνω, παραπάνω:\выше ростом πιό (ὐ)ψηλός στό ἀνάστημα· \выше головы πάνω ἀπ' τό κεφάλί2. нареч (сверх) ἄνω, πάνω, πέραν, παραπάνω:температу́ра \выше нули θερμοκρασία πάνω ἀπό τό μηδέν' дети десяти лет и \выше παιδιά δέκα ἐτῶν καί ἄνω· э́то \выше моих сил εἶναι ὑπεράνω τῶν δυνάμεων μου· ◊ быть \выше чего-л. εἶμαι ὑπεράνω· как сказано \выше ὀπως είπώθηκε παραπάνω· выше ста рублей παραπάνω (или πάνω) ἀπό ἐκατό ρούβλια· э́то \выше моих сил αὐτό ξεπερνάει (или εἶναι πάνω ἀπό) τις δυνάμεις μου, αὐτό εἶναι πέραν τῶν δυνάμεων μου. -
9 счет
счетм1. ὁ λογαριασμός, ὁ ὑπολογισμός:вести́ \счет чему́-л. κρατώ λογαρια-σμό[ν]·2. бухг. ὁ λογαριασμός:лицевой \счет ὁ ὁνομαστικός ' λογαριασμός· те-ку́щий \счет ὁ τρεχούμενος λογαριασμός· открыть \счет ἀνοίγω λογαριασμό·3. (за товар, за работу) ὁ λογαριασμός, ἡ φατούρα:плати́ть по \счету ἐξοφλβ λογαριασμό·4. муз. ὁ χρόνος, ὁ ρυθμός·5. спорт. τό σκορ, τό ἀποτέλεσμα:со \счетом 2:0 μέ σκορ δύο μηδέν ◊ за \счет μέ ἔξοδα, σέ βάρος· за свой \счет μέ δικά μου ἔξοδα· на че́й-л, \счет (относительно кого-л.) γιά λογαριασμόν κάποιου· э́то не в \счет αὐτό δέν λογαριάζεται· в два \счета разг στ6 ἄψε\счетσβήσε· без \счета ἀπειράριθμοι, ἀναρίθμητοι· в конечном \счете σέ τελευταία ἀνάλυση, στό κάτω κάτω· сводить \счеты κανονίζω τους λογαριασμούς μου, λογαριάζομαι· жить на чужой \счет ζῶ σέ βάρος ἄλλων быть на хорошем счету́ μέ ἐκτιμοῦν, ἀπολαύω ὑπολήψεως. -
10 тепло
тепл||о Iс ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.тепло II1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι. -
11 βαθμός
ο1) градус;σήμερα κάνει πέντε βαθμούς υπό το μηδέν — сегодня температура пять градусов ниже нуля;
2) степень; ступень;βαθμός συγγενείας — степень родства;
ως ένα βαθμό — до некоторой степени;
μέχρις απίστευτου βαθμού — до невероятной степени;
στο βαθμό πού πρέπει — в должной степени;
εις μέγιστον ( — или υψιστον) βαθμόν — в высшей степени;
3) ранг, чин, звание, (учёная) степень;βαθμός ταγματάρχου — чин майора;
επιστημονικός βαθμός — учёное звание, учёная степень;
4) категория, разряд, класс;κατεδικάσθη διά κλοπήν εις βαθμόν πταίσματος — он осуждён за мелкую кражу;
5) оценка, балл, отметка; очко;6) мат. степень;εξίσωσις δευτέρου βαθμού — уравнение второй степени;
7) грам, степень -
12 love
1. noun1) (a feeling of great fondness or enthusiasm for a person or thing: She has a great love of music; her love for her children.) αγάπη2) (strong attachment with sexual attraction: They are in love with one another.) έρωτας3) (a person or thing that is thought of with (great) fondness (used also as a term of affection): Ballet is the love of her life; Goodbye, love!) έρωτας: αγαπημένος4) (a score of nothing in tennis: The present score is fifteen love (written 15-0).) μηδέν (στο τέννις)2. verb1) (to be (very) fond of: She loves her children dearly.) αγαπώ2) (to take pleasure in: They both love dancing.) μου αρέσει πολύ•- lovable- lovely
- loveliness
- lover
- loving
- lovingly
- love affair
- love-letter
- lovesick
- fall in love with
- fall in love
- for love or money
- make love
- there's no love lost between them
См. также в других словарях:
μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… … Dictionary of Greek
μηδέν — το ενός 1. κάτι που δεν υπάρχει, η ανυπαρξία, το τίποτα: Έγινε πλούσιος από το μηδέν. 2. αυτό που δεν έχει καμιά αξία: Έγινε πολύς θόρυβος για το μηδέν. 3. το αριθμητικό σύμβολο 0, το μηδενικό: Πήρε μηδέν στο διαγώνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
Χάιντεγκερ, Μάρτιν — (Heidegger, Μέσκιρχ, Μπάντεν 1889 – 1976). Εκπρόσωπος του γερμανικού υπαρξισμού. Μαθητής του Χούσερλ, δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ και, από το 1927, του Φράιμπουργκ. Έργα του είναι: Είναι και χρόνος (1927), Η ουσία του θεμελίου (1929),… … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek
υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
χιόνι — Χαρακτηριστικό στερεό ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα, που αποτελείται από συσσωρεύσεις παγοκρυστάλλων, οι οποίοι, με παρουσία πυρήνων συμπύκνωσης, σχηματίζονται στο εσωτερικό ενός νέφους εξαιτίας της παγοποίησης των υδροσταγονιδίων που το αποτελούν ή … Dictionary of Greek